Η ΕΛ.ΑΣ. σε συνεργασία με την αμερικανική DEA και τις Αρχές της Σερβίας, εξάρθρωσε κύκλωμα με επικεφαλής 50χρονο Ιταλό επιχειρηματία. Τα στοιχεία που έχουν στα χέρια τους οι έμπειροι αξιωματικοί παραπέμπουν σε εισαγωγή – «μαμούθ» από τη Λατινική Αμερική.
Ένα εργοστάσιο ανακύκλωσης πλαστικών που διατηρούσε στην Πρέβεζα ήταν η «βιτρίνα» και το ορμητήριο απ΄όπου ο 50χρονος Ιταλός μεγαλέμπορος ναρκωτικών με τον 47χρονο Σέρβο συνεργό του και ακόμα τρία άτομα σε βοηθητικό ρόλο διαχειρίζονταν την εισαγωγή και προώθηση μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης στην ελληνική αγορά.
Οι δυο τους φέρονται από τους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ, ως οι «εγκέφαλοι» της μεταφοράς και φύλαξης ποσότητας 26,6 κιλών κοκαΐνης, η οποία αποτελεί μέρος φορτίου – μαμούθ των 381 κιλών που εισήχθη στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 2017, όπως αποκαλύφθηκε το Δεκέμβριο μετά τη σύλληψη 33χρονου Σέρβου στη Βάρκιζα και την κατάσχεση 136 κιλών κοκαΐνης.
Η δράση της συμμορίας αποκαλύφθηκε ύστερα από έρευνες της υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Αμερικανική Δίωξη Ναρκωτικών (DEA) και τις αρμόδιες διωκτικές Αρχές τη Σερβίας.
Μετά από μεγάλη αστυνομική επιχείρηση, εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν πάνω από 26 κιλά κοκαΐνης, στο εργοστάσιο ανακύκλωσης στην Πρέβεζα.
Το φορτίο έφερε το λογότυπο – σφραγίδα στο σχήμα του κεφαλιού ενός ταύρου, που υπήρχε και σε μέρος της κατασχεμένης ποσότητας της Βάρκιζας, γεγονός που προδίδει ότι προέρχεται από την ίδια παρτίδα, ενώ και η σερβική εθνικότητα δύο εκ των συλληφθέντων συνηγορεί υπέρ της συσχέτισης των δύο υποθέσεων.
Ο 50χρονος Ιταλός και ο 47χρονος Σέρβος φέρονται ως τα πρόσωπα που κινούσαν τα νήματα.
Η υψηλής καθαρότητας κοκαΐνη θεωρείται ότι είχε ως προορισμό αποκλειστικά την ελληνική αγορά, κυρίως της Αθήνας και οι αστυνομικές Αρχές συνεχίζουν τις έρευνες για τον εντοπισμό άλλων σχεδόν 218 κιλών που δεν έχουν κατασχεθεί. Μέρος τους εκτιμάται πως έχει ήδη διατεθεί σε στέκια της «καλής κοινωνίας» της πρωτεύουσας.
Η κοκαΐνη αυτής της ποιότητας και καθαρότητας πωλείται στη «λιανική» αγορά έναντι 60.000 έως 120.000 ευρώ το κιλό και στη «χονδρική» από 32.000 έως 60.000 το κιλό.