Αθώα ψεματάκια των γονιών μας που παρ’ όλη την υπερβολή τους, εμείς τα πιστεύαμε Δεν ξέρω αν το παθαίνετε και εσείς, αλλά πολύ συχνά αναπολώ με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια. Χρόνια ανέμελα όπου τα προβλήματά μας ήταν μικρά και ανούσια, παρόλο που στο μυαλουδάκι μας φάνταζαν τεράστια.
Θυμάμαι γονείς, παππούδες και γιαγιάδες, να σκαρφίζονται μικρά αθώα ψεματάκια για να πετύχουν τον σκοπό τους: άλλοτε για να με κάνουν να φάω όλο μου το φαγητό και άλλοτε για να κάτσω φρόνιμα.
Τις μαγικές εκείνες εποχές που ότι μας έλεγαν, εμείς το πιστεύαμε (τουλάχιστον εγώ)…η αθωότητα της παιδικής ψυχής βλέπετε. Κάτι αντίστοιχο βέβαια δεν κάνουμε και εμείς στα παιδιά μας;
Πιστεύαμε λοιπόν ότι…
Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός
Κι εκεί λοιπόν, κάπου στην ηλικία των τεσσάρων ρώτησα τη μαμά μου: “Μαμά, πώς γεννιούνται τα μωρά;” Η ερώτηση καταπέλτης για όλες τις μαμάδες και τους μπαμπάδες -ακόμα και τώρα- που μετά το πρώτο γούρλωμα των ματιών, είχε πάντα την ίδια απάντηση…”Μα φυσικά ο πελαργός”!
Κι αφού προσπαθείς στο παιδικό σου μυαλό να προβάρεις την παράδοξη εικόνα ενός ογκώδους και άγαρμπου πτηνού να μεταφέρει πάνω από θάλασσες και βουνά, από χιονοθύελλες και καταιγίδες, ένα αιωρούμενο, παρόλα αυτά, χαμογελαστό μωρό, που από στιγμή σε στιγμή θα προσγειωθεί στα σκαλοπάτια ή στο μπαλκόνι του σπιτιού, συνειδητοποιείς με το αθώο παιδικό μυαλουδάκι μπροστά στο απλανές βλέμμα της μαμάς σου… “Χριστούλη μου, πάλι καλά που έφτασα στον προορισμό μου λοιπόν, και δεν έπεσα σε καμιά λίμνη ή χαράδρα”. Ουσιαστικά λοιπόν ο πελαργός ήταν το πρώτο Bungee jumping της ζωής μου…και φυσικά το τελευταίο.
Φάε την τελευταία σου μπουκιά, είναι η δύναμή σου
Στην περίπτωσή μου βέβαια, μέχρι να φτάσω στην τελευταία μου μπουκιά, είχε προηγηθεί η απίστευτη γκρίνια των γονιών μου, που ανά δύο λεπτά μου έλεγαν «Φάε επιτέλους το φαγητό σου, δεν θα μεγαλώσεις ποτέ». Βέβαια από τότε μέχρι τώρα, έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα: και μεγάλωσα (έφτασα 1,74) και τώρα με κυνηγούν να μην τρώω. Όμως αυτή τη καταπίεση της τελευταίας μπουκιάς -που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήταν η δύναμή μου- ακόμα την θυμάμαι.
Μόνο το καλοκαίρι υπάρχουν παγωτά
«Μαμά θέλω παγωτό» της έλεγα και εκείνη απαντούσε απορημένη «Που το θυμήθηκες τώρα το παγωτό;» Όταν της έλεγα ότι είχα δει ένα παιδάκι να τρώει, η απάντηση ήταν αποστομωτική «Δεν θα είδες καλά. Παγωτά υπάρχουν μόνο το καλοκαίρι». Έτσι λοιπόν περίμενα υπομονετικά (και όχι μόνο εγώ, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας) τον Ιούνιο που θα πηγαίναμε με ευλάβεια στα ψυγεία των παγωτών για να αγοράσουμε αυτή την παγωμένη απόλαυση. Θυμάμαιμετρούσαμε τα παγωτά όπως και τα μπάνια στη θάλασσα. Ήταν ίσως οι μοναδικές στιγμές που μου άρεσαν τα μαθηματικά (και φυσικά αργότερα με το χαρτζιλίκι).
Το πρώτο σου δοντάκι, θα το πάρει η νεράιδα
Προφανώς μετά το πρώτο σοκ και την τρομάρα που πήρα όταν ξαφνικά το δοντάκι που κουνιόταν εδώ και καιρό, βρέθηκε στο χέρι μου, η καλή νεράιδα να ήταν το αντίδοτο. Έτσι λοιπόν, έπρεπε να βρεθεί ένα σπίτι με κεραμίδια (ευτυχώς τότε ακόμα υπήρχαν στα Πατήσια) για να το πετάξω να πω «Πάρε κοκαλένιο και δώσε μου σιδερένιο» και να έρθει η καλή νεράιδα να το πάρει για να μου αφήσει κάποια χρήματά κάτω από το μαξιλάρι. Για τα σημερινά παιδιά των μεγαλουπόλεων βέβαια θα πρέπει να εφεύρουμε κάτι καινούργιο, γιατί… πού να βρουν σπίτι με κεραμίδια;
Κοιμήσου νωρίς για να έρθει ο Άγιος Βασίλης
Παρόλο που το σπίτι μας δεν είχε τζάκι και κατ’ επέκταση ούτε καμινάδα, παρόλο που ο Άγιος Βασίλης θα ερχότανε από τον σωλήνα του καλοριφέρ, ποτέ δεν μπήκα στην διαδικασία να αναρωτηθώ πως θα μπορούσε να χωρέσει αυτός ο χοντρός αγαπημένος παππούλης από εκεί. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να έρθει και να μου φέρει το παιχνίδι μου. Και φυσικά ποτέ δεν με απογοήτευσε. Ίσως γι’ αυτό, ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, πιάνω τον εαυτό μου γοητεύεται ακόμα και μόνο με την ιδέα της ύπαρξής του. Ίσως γιατί μερικά πράγματα όταν ασκούν πάνω μας μια ιδιαίτερη μαγεία, να μην θέλουμε να την χάσουμε.
Κάτσε φρόνιμη θα σε φάει ο μπαμπούλας
Ο τρόμος και ο φόβος της γειτονιάς. Πρέπει να ήταν η ατάκα που «δούλευε» καλύτερα από όλες. Μόλις ακούγαμε αυτή την λέξη σιγά σιγά συμμορφωνόμασταν. Ένας «μπαμπούλας» που αποτελούσε ένα μυστήριο για μας, αφού κανένας δεν τον είχε δει ποτέ, κανείς δεν ήξερε πως είναι, παρά μόνο ότι ήταν τρομερός και ότι έτρωγε παιδάκια. Νομίζω ότι αυτό ήταν αρκετό!
Εντάξει λοιπόν…
Ανατρέχοντας πίσω στη μυθοπλασία των γονιών μας, σίγουρα ανακαλύπτουμε κάποιες δόσεις υπερβολής και φόβου, που ίσως κάποιες φορές να λειτουργούσαν τελείως αντιπαιδαγωγικά και αρνητικά στον ψυχισμό μας, κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την τεράστια αθωότητα που έκρυβαν, την απίστευτη αγάπη που παραμόνευε πίσω από κάθε εικόνα τους, τον φύλακα άγγελό μας, την ίδια την καρδιά καιψυχή της μαμάς και του μπαμπά, που κάποιες φορές μπορεί να έπαιρνε τη μορφή του μπαμπούλα, ήταν όμως πάντα εκεί να μας δείχνει το σωστό και το λάθος, το μάθημα και την τιμωρία, το δίδαγμα και το παράδειγμα. Στο κάτω κάτω, αυτή η μυθοπλασία όξυνε τις αισθήσεις της παιδικής μας ηλικίας, της χάρισε τα ανεξίτηλα χρώματα που ακόμα και τώρα βάφουν νοσταλγικά τη μνήμη μας. Κι όπως οι γονείς μας, έτσι κι εμείς, με διαφορετικούς μπαμπούλες, με διαφορετικά σύμβολα και χαρακτήρες, θα χτίσουμε τις αναμνήσεις των δικών μας παιδιών, θα…. «παραμυθιάσουμε» την παιδική τους ηλικία, θα γίνουμε εμείς οι ίδιοι, ο μοναδικός, κατάδικός τους, μυστικός και ανεξήγητος μύθος.
Tromaktiko