Όπως τα περισσότερα αλλαντικά, ταιριάζει σε κάθε λογής πιάτα, ενώ είναι εξαιρετική επιλογή για την ενίσχυση του γευστικού αποτελέσματος τόσο σε απλές όσο και σε πιο περίπλοκες συνταγές.
Εμβαθύνουμε, λοιπόν, στο κεφάλαιο «μπέικον» και μαθαίνουμε περισσότερα γι’ αυτό.
Ο Oscar Meyer ήταν ο πρώτος που το διέθεσε στην αγορά το 1948 σε συσκευασίες από χαρτόνι. Το 1962, προκειμένου να επεκτείνει τη διάρκεια ζωής του προϊόντος στα ράφια των καταστημάτων, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, διανέμοντας το μπέικον συσκευασμένο πλέον σε κενό αέρος.
Από τότε μέχρι σήμερα, όπως είναι λογικό, έχουν αλλάξει αρκετά, κυρίως στο κομμάτι της γευστικής προσθήκης όπως τα μπαχαρικά, ο τρόπος αλατίσματος, η διαδικασία του καπνίσματος, τα ενισχυτικά γεύσης κ.ά.
Το κάπνισμα ωστόσο είναι από τους καθοριστικούς παράγοντες του γευστικού αποτελέσματος, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της ποιότητας της πρώτης ύλης.
Η προσεκτική επιλογή του ξύλου, που χρησιμοποιείται στο κάπνισμα είναι μια από τις λεπτομέρειες που δίνουν στο αλλαντικό χαρακτηριστική γεύση και άρωμα με το ξύλο να προέρχεται στις καλύτερες περιπτώσεις από μηλιά, κερασιά, οξιά κ.ά.
Μετά από το κάπνισμα, πωλείται σε ολόκληρα κομμάτια ή τεμαχισμένο σε φέτες.
Άλλο το μπέικον, άλλο η πανσέτα
Δεν είναι λίγοι αυτοί που συγχέουν το μπέικον με την επίσης δημοφιλή πανσέτα παρ’ όλο που πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες. Ας βάλουμε, λοιπόν, τα πράγματα στη θέση τους. Το μπέικον παράγεται από υπογάστριο χοίρου (pork belly), ενώ η πανσέτα είναι ένα επίπεδο κομμάτι με κόκαλο, λίπος και δέρμα από την περιοχή της κοιλιάς.
Στη βιομηχανοποιημένη διαδικασία παραγωγής το κρέας βυθίζεται σε άλμη εμπλουτισμένη με ζάχαρη και νιτρικό νάτριο και στη συνέχεια το κρεμούν σε ειδικούς θαλάμους για μερικές μέρες. Μετά τοποθετείται στο θάλαμο καπνίσματος για να αποκτήσει τα ιδιαίτερα αρωματικά και γευστικά του χαρακτηριστικά. Κάπου εδώ θα επισημάνουμε το αυτονόητο, δηλαδή ότι όταν η διαδικασία παραγωγής μπέικον γίνεται παραδοσιακά, το νιτρικό νάτριο παραλείπεται (όπως και άλλα ενισχυτικά γεύσης).
Το τέλειο μπέικον και πώς θα το απολαύσεις
Πώς, όμως, αναγνωρίζουμε ένα κομμάτι μπέικον καλής ποιότητας; Αυτό που πρέπει σε πρώτη φάση να παρατηρείτε είναι η αναλογία λίπους – κρέατος που ιδανικά πρέπει να είναι σε ποσοστά 60% και 40% αντίστοιχα.
Το χρώμα πρέπει να είναι βαθύ ροζ, το λίπος καθαρό, χωρίς στίγματα ή σημάδια, ενώ κρέας και λίπος πρέπει να απλώνονται ομοιόμορφα σε όλο το μήκος της φέτας ώστε να έχει τη σωστή υφή στο σύνολό της και να τη γευόμαστε χωρίς να μένει στο στόμα η λιπαρή της σύσταση.
Όσο για το πώς θα το γευτείτε, αυτό είναι καθαρά θέμα γούστου δεδομένου ότι ταιριάζει (σχεδόν) παντού. Το τέλειο μαγείρεμα στο τηγάνι πάντως είναι για 4 λεπτά με ελάχιστη επιπλέον προσθήκη επιπλέον λίπους, που έχετε ζεστάνει αλλά όχι κάψει ή για 7 λεπτά σε φούρνο που έχετε προθερμάνει στους 250°C.
Από: OliveMagazine