Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί συμφώνησαν στην οδηγία θα διαμορφώσει το νέο αντιτρομοκρατικό πλαίσιο στην ΕΕ. Ωστόσο οι οργανώσεις για την προστασία των πολιτικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων προειδοποίησαν ότι από αυτή προκύπτουν κίνδυνοι για τις θεμελιώδεις ελευθερίες και δικαιώματα.
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της οδηγίας είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος των «αλλοδαπών μαχητών». Χιλιάδες ευρωπαίων πολιτών έχουν ταξιδέψει στην Συρία και το Ιράκ για να συμμετέχουν στο Ισλαμικό Κράτος με αποτέλεσμα τα κράτη μέλη ως χώρες προέλευσής τους να επιχειρούν να ενισχύσουν τα μέτρα ασφαλείας για να εμποδίσουν τρομοκρατικές επιθέσεις όπως εκείνες του Παρισιού όταν 130 άτομα δολοφονήθηκαν.
Ως εκ τούτου, το ψήφισμα ποινικοποιεί τις «προπαρασκευαστικές πράξεις», συμπεριλαμβανομένων των μετακινήσεων, της χρηματοδότησης, οργάνωσης και τη διευκόλυνσης τέτοιων μετακινήσεων της εκπαίδευσης και την παροχής κεφαλαίων για τη διάπραξη τρομοκρατικών πράξεων.
Η υποκίνηση τρομοκρατίας και η παρακίνηση ενός άλλου προσώπου να συμμετέχει στην προετοιμασία τρομοκρατικών ενεργειών, όπως για παράδειγμα με την προμήθεια ή τη μεταφορά όπλων, ορίζονται επίσης ως τρομοκρατικές δραστηριότητες.
Το ίδιο ισχύει και για τη διασπορά στο δημόσιο λόγο μηνυμάτων που εξυμνούν τρομοκρατικές πράξεις. Απειλές για τη διάπραξη τέτοιων πράξεων τιμωρούνται εξίσου, καθώς και επίσης το ίδιο προβλέπεται και για τις επιθέσεις κατά των πληροφοριακών συστημάτων ή άλλων ενεργειών που προκαλούν «σοβαρή αποσταθεροποίηση των θεμελιωδών πολιτικών, συνταγματικών και οικονομικών υποδομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού».
Οργανώσεις για την προστασία των δικαιωμάτων κατέκριναν την οδηγία θεωρώντας ότι δημιουργεί κίνδυνο υπονόμευσης θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά και για το γεγονός ότι έχει δυσανάλογες και δυσμενείς επιπτώσεις σε συγκεκριμένες εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες.
Ποινικοποίηση των δημόσιων διαμαρτυριών;
Οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά του Ρατσισμού, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο ψηφιακών δικαιωμάτων , η οργάνωση των Ευρωπαίων Εμπειρογνωμόνων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων , το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Διεθνής Επιτροπή Νομικών (ICJ) και τα Ιδρύματα Ανοικτής Κοινωνίας όλες ανεξαιρέτως εξέφρασαν ανησυχίες αναφορικά με την οδηγία.
Προειδοποιούν ότι η υπερβολικά ασαφής γλώσσα του κειμένου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ποινικοποίηση των δημόσιων διαμαρτυριών και άλλων ειρηνικών πράξεων, καθώς και στην καταστολή της άσκηση ελευθερίας και έκφρασης, οι οποίες προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο.
Οι ΜΚΟ βλέπουν τη νομοθετική διαδικασία ενσωμάτωσης της οδηγίας ως «εξαιρετικά προβληματικής», καθώς κατά την άποψή τους, συντάχθηκε κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς καμία εκτίμηση των επιπτώσεων της στα ανθρώπινα δικαιώματα και καμία προσπάθεια εμπλοκής της κοινωνίας των πολιτών.
Οι οργανώσεις καλούν τα κράτη μέλη της ΕΕ να διασφαλίσουν ότι η ενσωμάτωση της οδηγίας στις εθνικές τους νομοθεσίες θα περιλαμβάνει πρόσθετες διασφαλίσεις έτσι ώστε το νέο πλαίσιο να είναι σύμφωνο με τις διεθνείς και περιφερειακές υποχρεώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Μια οδηγία για την τρομοκρατία η οποία έχει συνταχθεί χωρίς κατάλληλη διαβούλευση, και χωρίς ουσιαστικό δημόσιο διάλογο καταλήγει στο χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα», δήλωσε ο Joe McNamee, εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού δικτύου για τα Ψηφιακά Δικαιώματα.
Προσέθεσε επίσης ότι «είναι πολύ ασαφής για να εφαρμοστεί εναρμονισμένα σε ολόκληρη την ΕΕ, επισκιάζεται σε μεγάλο βαθμό από μυστικότητα για να έχει δημόσια νομιμοποίηση και είναι πολύ ανοιχτή ως προς την ερμηνείας της από κυβερνήσεις οι οποίες ενδεχομένως επιδιώξουν να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες της.»
Αντιρατσιστικές οργανώσεις προειδοποίησαν για πρακτικές διακρίσεων όπως αυτή του εθνοτικού χαρακτηρισμού. Ο Πρόεδρος της ENAR δήλωσε «όντας επιεικής στην προστασία των δικαιωμάτων μερικών, για τα δήθεν οφέλη «μιας» πλειοψηφίας, η οδηγία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας και ποτέ δεν θα μεριμνήσει για αξίες όπως αυτές της ειρήνης, της συμφιλίωσης και της κοινωνικής ένταξης».