Ο Σάιμον Κασσιανίδης παραχωρεί συνέντευξη στο περιοδικό People και αποκαλύπτει πως έγινε ηθοποιός αλλά και πως επιλέχθηκε για την ταινία του Τζέιμς Μποντ.
Η μητέρα του είναι από την Αντίπαρο και ο πατέρας του από την Κύπρο, ενώ ο Σάιμον Κασσινίδης γεννήθηκε στην Αθήνα και λίγο αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λονδίνο.
Για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές και μάλιστα υπήρξε και DJ στη Μύκονο. Λίγο αργότερα ήρθε η αποφοίτηση και το πτυχίο του στο Διεθνές Οικονομικό Εμπόριο, η πρώτη full time δουλειά ως τραπεζικός υπάλληλος και η μοιραία συνάντηση με τον παραγωγό Piers Vellacott, η οποία τερμάτισε την οικονομική του καριέρα και του ανοιξε την πόρτα της υποκριτικής.
Ο ηθοποιός ξεκίνησε σπουδές στο Central School of Speech and Drama και ο πρώτος του θεατρικός ρόλ, για τον οποίο πήρε εξαιρετικές κριτικές, του Pedro, στη Νύχτα του Ιγκουάνα του Tennessee Williams. Αμέσως μετά εμφανίστηκε στην παραγωγή του BBC Making it at Holby και αργότερα πρωταγωνίστησε σε πολλές σειρές, παίζοντας κυρίως τον «κακό», με πιο γνωστές τις The Kylie Show, Ashes to Ashes,The Fixer, Hustle, Law and Order UK, Nikita.
Ο Έλληνας κακός στην 22η ταινία Μποντ από την κοιλιά της μάνας του ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός!
«Πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Για την ακρίβεια, η σχέση μου με τη μεγάλη οθόνη θα σου έλεγα πως ξεκίνησε πριν καν γεννηθώ. Η μητέρα μου, η οποία ήταν και εξακολουθεί να είναι μεγάλη φαν του κινηματογράφου, ένιωσε για πρώτη φορά να της κλοτσάω την κοιλιά σε μια αίθουσα, την ώρα που παρακολουθούσε τις περιπέτειες του Superman στη μεγάλη οθόνη. Μεγαλώνοντας, άρχισε να με βάζει σιγά σιγά κι εμένα μέσα σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο, παίρνοντάς με μαζί της κάθε Κυριακή για να δούμε μια ταινία. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Τα περισσότερα άλλαξαν, όχι όμως και η αγάπη μου για την υποκριτική. Τώρα με τη μητέρα μου παρακολουθούμε μαζί τις δικές μου ταινίες κι αυτό είναι πραγματικά υπέροχο!».
Αποκορύφωμά της μέχρι τώρα καριέρας του υπήρξε ο ρόλος του «κακού» Yusuf στο Quantum of Solace, την 22η ταινία του James Bond – έχει εμφανιστεί επίσης και στις ταινίες The Edge of Love, Wuthering Heights, Between Τwo Fires. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
«Με ένα τηλεφώνημα από τον ατζέντη μου. “Οι παραγωγοί του James Bond θέλουν να σε δουν. Να είσαι εκεί σε μία ώρα” μου είπε και μου το έκλεισε. Πήγα τρέχοντας στο casting και είχα μόλις δέκα λεπτά για να πείσω το σκηνοθέτη Marc Foster πως ήμουν ο κατάλληλος για το ρόλο. Περίμενα αρκετό καιρό μέχρι να μου έρθει η θετική απάντηση».
Γιατί πιστεύει πως τον επέλεξαν;
«Κατά καιρούς είχα παίξει με επιτυχία τον “κακό”, τόσο στο σινεμά και στο θέατρο όσο και στη μικρή οθόνη. Πολλές φορές, όμως, είχα υποδυθεί και το ρομαντικό εραστή. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν εξίσου ωραίο και πειστικό. Οι υπεύθυνοι της ταινίας αναζητούσαν έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να κάνει εύκολα αυτή την εναλλαγή “καλού – κακού” με φυσικότητα, χωρίς πίεση και υπερπροσπάθεια. Τους άρεσα κι έτσι η συνεργασία αυτή έγινε πραγματικότητα».
Πώς ήταν όμως το να συμμετέχει σε ένα από τα μεγαλύτερα blockbuster του σινεμά, με πρωταγωνιστή τον Daniel Craig;
«Μία από τις πιο δυνατές εμπειρίες της ζωής μου. Από μικρός όχι απλά ξεχώριζα τον James Bond από τους άλλους ήρωες, αλλά ήταν μακράν ο πιο αγαπημένος μου. Μεγάλωσα με αυτόν, όπως όλοι μας, και συνεχίζω να βλέπω τις ταινίες του φανατικά. Όσον αφορά στον Daniel Craig, είναι πάνω απ’ όλα ένας πραγματικά υπέροχος άνθρωπος και εξαιρετικός ηθοποιός, με μεγάλη καριέρα στο θέατρο. Απλός, ζεστός, φιλικός, απόλυτα συνεργάσιμος, επαγγελματίας, πρόθυμος να μας βοηθήσει όλους και με εξαιρετικό χιούμορ, αυτό το γνωστό το φλεγματικό που έχει και ο James Bond. Ακόμα και τώρα θυμάμαι έντονα το “Πάμε” όταν γύριζα τη σκηνή μαζί του. Και ευτυχώς η μαγεία αυτή συνεχίστηκε και στο Skyfall».