Έτσι δρούσε η σπείρα των Ρουμάνων: Έκανε ριφιφί σε κοσμηματοπωλεία

Μία από τις πιο οργανωμένες συμμορίες της Ελλάδας που διέπραττε διαρρήξεις σε οικίες, ριφιφί σε κοσμηματοπωλεία και ληστείες εξαρθρώθηκε από την ΕΛ.ΑΣ. Συνολικά συνελήφθησαν το πρωί της περασμένης Τρίτης εννιά Ρουμάνοι και εξιχνιάστηκαν 22 επιθέσεις. Επίσης, ταυτοποιήθηκαν ακόμα τρία άτομα, εκ των οποίων ένας έγκλειστος σε φυλακές

Η εγκληματική οργάνωση διέθετε χαρακτηριστικά που διακρίνουν όλες τις καλά δομημένες και ιδιαίτερα δραστήριες οργανώσεις, στο πρότυπο των διεθνικών εγκληματικών οργανώσεων ” DRAGETA ” και ” KAMORA “, με κύριο χαρακτηριστικό την οικογενειακή συνοχή και διασύνδεση της. Τα μέλη της διατηρούσαν μεταξύ τους οικογενειακούς δεσμούς οι οποίοι μεταφράζονταν σε απόλυτη πίστη και προσήλωση στις αρχές της οργάνωσης και στην προστασία των μελών της και οδηγούσαν στην ολοκληρωτική υποταγή του μέλους στους σκοπούς της εγκληματικής οργάνωσης. Αυτοί οι δεσμοί επέτρεπαν στα μέλη να εμπιστεύονται το ένα το άλλο και την ίδια στιγμή ελαχιστοποιούσαν κατά πολύ την πιθανότητα αστυνομικής διείσδυσης στην ομάδα.

Διέπρατταν τις αξιόποινες πράξεις με διαφορετική σύνθεση, αλλά πάντα και υποχρεωτικά με την αυτοπρόσωπη παρουσία των αρχηγικών μελών (του 36χρονου και του 44χρονου υπηκόων Ρουμανίας κατηγορουμένων), οι οποίοι κατά κύριο λόγο προέβαιναν στην κατόπτευση – επιλογή των στόχων καθώς και στην περαιτέρω διάθεση των αφαιρεθέντων αντικειμένων (κοσμημάτων και τιμαλφών), εξασφαλίζοντας τα οικονομικά οφέλη της οργάνωσης.

Τα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της οργάνωσης ήταν καταχωρημένα σε στοιχεία είτε συγγενικών τους προσώπων είτε άλλων, με σκοπό σε περίπτωση που κάποιο από τα Ι.Χ.Ε. γινόταν αντιληπτό κατά τη διάπραξη αξιόποινης πράξης, να δυσχεράνουν τον εντοπισμό τους από τις ανακριτικές αρχές.

Η οργάνωση για την καλύτερη και εύρυθμη λειτουργία της είχε εντάξει στο δυναμικό της έμπειρα μέλη, ειδικευμένα σε διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες, τα οποία περιστασιακά συμβούλευαν και συνεργαζόταν με την ομάδα για τον καλύτερο σχεδιασμό και εκτέλεση των εγκληματικών πράξεων.

Έναν τέτοιο ρόλο εντός της οργάνωσης κατείχε ο 63χρονος, υπήκοος Ρουμανίας συλληφθείς, ο οποίος ειδικευόταν στις διαρρήξεις χρηματοκιβωτίων και αποτελούσε το πιο έμπειρο μέλος της οργάνωσης με δεκάδες διαρρήξεις, ληστείες και ένοπλες συμπλοκές το ενεργητικό του.

Ο 63χρονος λόγω της πολυετούς εγκληματικής του δραστηριότητας, της εμπειρίας του και των διασυνδέσεων που κατείχε , είχε την δυνατότητα να συνομιλεί με άτομα εντός και εκτός φυλακής και να λαμβάνει πληροφορίες για διάφορ o υς στόχους μεγάλης αξίας, λειτουργώντας έτσι ως συνδετικός κρίκος της ομάδας με έτερες εγκληματικές οργανώσεις για περιπτώσεις κοινών δράσεων.

Στην εγκληματική οργάνωση, οι γυναίκες – μέλη είχαν επίσης κεντρικό ρόλο. Ο 44χρονος που συνήθως κανόνιζε την σύνθεση της ομάδας, συμπεριλάμβανε σχεδόν πάντα την 31χρονη, υπήκοο Ρουμανίας, συλληφθείσα, υπολογίζοντας στην ιδιαίτερη ικανότητά της στις διαρρήξεις, η οποία επίσης εκτελούσε και χρέη τσιλιαδόρου.

Χρέη τσιλιαδόρου επίσης, εκτελούσε και η 36χρονη κατηγορούμενη , ενώ συχνά η ίδια εμφανιζόταν στα ραντεβού που κανόνιζε ο 36χρονος για να διαθέσουν προς πώληση τις κλεμμένες ηλεκτρονικές συσκευές.

Ο ρόλος του 45χρονου κατηγορούμενου ήταν να ασχολείται με την πώληση στο παράνομο εμπόριο των κλεμμένων αντικειμένων, με αγγελίες που αναρτούσε σε διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο.

Για την δράση τους επέλεγαν περιοχές πολύ συχνά κατά τις ημέρες που λειτουργούσε η λαϊκή αγορά. Για να μεταβαίνουν στην περιοχή χρησιμοποιούσαν πάντα τα πολυτελή αυτοκίνητα τους στα οποία απέκρυπταν τα απαραίτητα για την επίτευξη τους σκοπού τους διαρρηκτικά εργαλεία.

Άλλοτε εντόπιζαν άτομα που είχαν την εικόνα εύπορου και τα έθεταν σε παρακολούθηση και άλλες φορές στόχοι ήταν ηλικιωμένα άτομα.

Επίσης σε άλλες περιπτώσεις επέλεγαν και παρακολουθούσαν τουλάχιστον για εικοσιτετράωρο, πολυκατοικίες, κυρίως με κριτήριο την εικόνα που παρουσίαζαν (αν είναι περιποιημένες, αν είναι νέες κατασκευές κλπ.) θεωρώντας ότι σε αυτές διαμένουν άτομα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια.

Εισέρχονταν σε πολυκατοικίες με την πρόφαση ότι είναι διανομείς διαφημιστικών φυλλαδίων, έχοντας τυπώσει για το σκοπό αυτό, δικά τους διαφημιστικά φυλλάδια και επαγγελματικές κάρτες.

Κρύβονταν σε τυφλά σημεία των κλιμακοστασίων, ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί από τους ενοίκους και παρακολουθούσαν τις κινήσεις μέσα στην πολυκατοικία. Έλεγχαν όλα τα διαμερίσματα κάθε ορόφου παρατηρώντας τις κλειδαριές τους, και μόλις εντόπιζαν κάποια κλειδαριά την οποία μπορούσαν να ανοίξουν με τα εργαλεία τα οποία είχαν στην διάθεσή τους, ξεκινούσαν την διαδικασία του μαρκαρίσματος της οικίας προκειμένου να σιγουρευτούν για την παρουσία ή μη των ενοίκων εντός αυτής.

Το μαρκάρισμα της οικίας-στόχου το πραγματοποιούσαν αποκλειστικά και μόνο με δύο τρόπους. Είτε σημάδευαν με διάφορα γράμματα το ματάκι της κάθε πόρτας, είτε τοποθετούσαν ανάμεσα στην πόρτα και στο κούφωμα των διαμερισμάτων, σημάδια μη ορατά από τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος.

Αυτή η μέθοδος επαναλαμβανόταν όχι μόνο σε πολλά διαμερίσματα της ίδιας πολυκατοικίας αλλά και σε μεγάλο αριθμό πολυκατοικιών της ιδίας περιοχής.

Όταν κατέληγαν σε ασφαλές για αυτούς συμπέρασμα περί του στόχου που θα έπλητταν και αφού βεβαιώνονταν για την απουσία του ενοίκου, χτυπούσαν το κουδούνι της οικίας κάνοντας την τελευταία τους επιβεβαίωση και εν συνεχεία επιχειρούσαν τη διάνοιξη της πόρτας με χρήση των ειδικών διαρρηκτικών εργαλείων που διέθεταν.

Τα μέλη της ομάδας βιντεοσκοπούσαν και φωτογράφιζαν τις πόρτες και τις εισόδους των πολυκατοικιών, προκειμένου να μελετήσουν τον τύπο της κλειδαριάς που διέθετε η κάθε πόρτα ώστε να επιλέξουν τα κατάλληλα εργαλεία για να ελαχιστοποιούν κάθε φορά τον χρόνο εισόδου σε κάθε οικία. δημιουργώντας έτσι ένα ιδιότυπο αρχείο οικιών προς διάρρηξη

Όταν τα μέλη της οργάνωσης, αποφάσιζαν να προχωρήσουν στην διάρρηξη των οικιών, τουλάχιστον δύο μέλη επιτηρούσαν εξωτερικά την οικία και ένα εξ αυτών (το αρχηγικό) μιλούσε συνεχώς στο τηλέφωνο με τα άτομα που ενεργούσαν εντός των οικιών, προκειμένου να τα συμβουλεύουν για το ποια αντικείμενα θα πρέπει να αφαιρέσουν και να συντονίζουν τις ενέργειες τους.

Η συγκεκριμένη ομάδα από την εγκληματική της δραστηριότητα είχε ως λεία κυρίως χρήματα, χρυσαφικά και ρολόγια, ενώ ιδιαίτερη έμφαση έδειχνε και στην αφαίρεση φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών και τηλεοράσεων.

Τα κοσμήματα, ρολόγια και λοιπά τιμαλφή, τα ζύγιζαν και τα ξεχώριζαν ανάλογα με τα καράτια και τα διέθεταν όσο πιο σύντομα μπορούσαν σε ενεχυροδανειστήρια, ένα εκ των οποίων και του 54χρονου ημεδαπού συλληφθέντα.

Πέραν από τις οργανωμένες διαρρήξεις σε οικίες, οι δράστες διέπρατταν και ληστείες σε οικίες, τις οποίες επέλεγαν και κατόπτευαν με τον ίδιο ως άνω περιγραφόμενο τρόπο.

Εκεί άλλαζαν τον τρόπο δράσης τους αφού τους ενδιέφερε τα θύματα τους να βρίσκονται εντός των οικιών, προκειμένου να τους αναγκάσουν χρησιμοποιώντας βία να τους αποκαλύψουν τις κρυψώνες που εναπόθεταν τα αντικείμενα αξίας.

Επέλεγαν συνήθως ηλικιωμένους, εισέρχονταν στις οικίες τους και αφού τους ακινητοποιούσαν, χρησιμοποιώντας σωματική βία, τους εξανάγκαζαν να τους υποδείξουν τα σημεία που έκρυβαν τα χρήματα και τα τιμαλφή.

Στη συνέχεια τους έδεναν και ερευνούσαν ανενόχλητοι τους χώρους.

Δεν δίσταζαν μάλιστα να χρησιμοποιήσουν και σωματική βία, χτυπώντας τους ηλικιωμένους στο σώμα και στο κεφάλι.
Επιπρόσθετα, η δράση της οργάνωσης επεκτείνονταν και στις διαρρήξεις κοσμηματοπωλείων και των χρηματοκιβωτίων τους με χρήση οξυγόνου.

Συγκεκριμένα αφού επέλεγαν τον στόχο και τον κατόπτευαν, σχεδίαζαν τον τρόπο εισόδου και αφού προμηθεύονταν τα κατάλληλα εργαλεία, εισέρχονταν στα κοσμηματοπωλεία τις ώρες που αυτά δεν λειτουργούσαν και ο 63χρονος “ειδικός”, χρησιμοποιώντας οξυγόνο, διερρήγνυε τα χρηματοκιβώτια που ήταν μέσα σε αυτά.

Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι σε όλα τα στάδια των εν γένει δραστηριοτήτων τους, ελάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, σκούπιζαν τις επιφάνειες με τις οποίες είχαν έρθει σε επαφή, ώστε να μην βρεθούν δακτυλικά τους αποτυπώματα, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα και κάρτες SIM, καταχωρημένες σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών (κάρτες του κιλού) ώστε να ελαχιστοποιήσουν με αυτόν τον τρόπο κάθε κίνδυνο αποκάλυψης, εντοπισμού και σύλληψής τους.

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκαν για κύρια ανάκριση.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο